- ευηερίη
- εὐηερίη, ἡ (Α)βλ. ευαερία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευαερία — εὐαερία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. εὐηερίη) [ευάερος] 1. η δροσερότητα τού αέρα, η δροσιά αρχ. 1. η λαμπρότητα τού καιρού 2. ούριος άνεμος … Dictionary of Greek